αφή 1 η [afí] Ο29 : μία από τις πέντε αισθήσεις της οποίας τα αισθητήρια όργανα βρίσκονται στο δέρμα: Aισθήματα αφής. H παλαιότερη ψυχολογία γνώριζε μία μόνο δερμική αίσθηση, την ~. [λόγ. < αρχ. ἁφή]
αφή 2 η : (λόγ.) άναμμα, μόνο όταν αναφερόμαστε στην ολυμπιακή φλόγα: Tην τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας την παρακολούθησαν προσωπικότητες από όλο τον κόσμο.
αφή 2 η : (λόγ.) άναμμα, μόνο όταν αναφερόμαστε στην ολυμπιακή φλόγα: Tην τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας την παρακολούθησαν προσωπικότητες από όλο τον κόσμο.